- προερεθισμός
- προερεθ-ισμός, ὁ,A previous irritation, v.l. in Gal.15.622.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προερεθισμός — ὁ, Α [προερεθίζω] ο ερεθισμός που προηγείται … Dictionary of Greek
προερεθισμοί — προερεθισμός previous irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)